Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ: ΣΩΣΤΑ ΚΑΙ ΛΑΘΗ

Εδώ και λίγες μέρες είναι σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο για το νέο «Δικαστικό Χάρτη» της χώρας. Βασικές προβλέψεις των νέων ρυθμίσεων είναι η ενοποίηση του α΄ βαθμού δικαιοδοσίας και η «πυρηνική» οργάνωση των Πρωτοδικείων στη χώρα: 1 κεντρικό Πρωτοδικείο σε κάθε νομό, στο οποίο ανήκουν όλοι οι δικαστές, οι οποίοι θα κατανέμονται μεταξύ της κεντρικής και των περιφερειακών εδρών ανάλογα με την δικαστηριακή ύλη κάθε εδαφικής περιφέρειας.


Το νομοσχέδιο αποτελεί μια προσπάθεια της κυβέρνησης να ισορροπήσει μεταξύ της προσπάθειας των συλλόγων της περιφέρειας να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα δικαστήρια με όσο το δυνατόν πιο όμοια με την σημερινή κατάσταση και της προσπάθειας των συλλόγων της πρωτεύουσας για συγκέντρωση της δικαστηριακής ύλης σε όσο το δυνατόν λιγότερα δικαστήρια.


Βασικός γνώμονας των επιλογών της Πολιτείας σε σχέση με το δικαστικό χάρτη της χώρας θα πρέπει να είναι η ευχερέστερη πρόσβαση του πολίτη στην Δικαιοσύνη. Αλλά επειδή η πρόσβαση του πολίτη στην Δικαιοσύνη περνά (και ορθότατα) μέσα από τον δικηγόρο του, στόχος της Πολιτείας πρέπει να είναι η ευχερέστερη πρόσβαση του δικηγόρου στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης. Για αυτό και είναι εύλογη και η στάση των συναδέλφων της περιφέρειας να επιδιώκουν την διατήρηση των σημείων πρόσβασης στην δικαιοσύνη όσο πιο κοντά στον τόπο συγκέντρωσης δικηγόρων, αλλά και η στάση ημών των δικηγόρων της Αθήνας και του Πειραιά που επειδή είμαστε εγκατεστημένοι στα κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά είναι εύλογο να θέλουμε την αποτροπή του κατακερματισμού.


Η κυβέρνηση επιχείρησε να λύσει την «άσκηση ισορροπίας» με μία οριζόντια (περίπου) ρύθμιση, δηλαδή μια ρύθμιση σχεδόν κοινή για Αθήνα-Πειραιά και την λοιπή Ελλάδα. Μόνη βασική διαφοροποίηση είναι η μεταβατική περίοδος (στην Αττική το νέο σύστημα θα αρχίσει όχι από 16/9/2024, αλλά από 16/9/2026). Αλλά όταν επιδιώκει κανείς όμοια ρύθμιση των ανομοίων, αρχίζουν τα προβλήματα.


Βασική πρόβλεψη του νέου νομοσχεδίου είναι ότι στο Κεντρικό Πρωτοδικείο θα δικάζονται οι υποθέσεις Πολυμελούς Πρωτοδικείου (στην αστική δικαιοσύνη) και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (στην ποινική δικαιοσύνη). Οι υποθέσεις καθ’ ύλην αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου (όχι όμως των Μονομελών Πλημμελειοδικείων) θα δικάζονται στις περιφερειακές έδρες (αν ιδρύεται κατά τόπον αρμοδιότητα στους εκεί υπαγόμενους Δήμους). Αυτό συνιστά μια ισορροπημένη ρύθμιση για τα πλην πρωτεύουσας πρωτοδικεία, αλλά πολύ προβληματική ρύθμιση για την πρωτεύουσα, ιδίως έχοντας υπ’ όψιν ότι η συζήτηση μιας υπόθεσης σε ένα δικαστήριο συνεπάγεται συνήθως την υποχρέωση να πάει κανείς στο δικαστήριο και πριν (για διάφορα διαδικαστικά θέματα) και μετά την συζήτηση (για να πάρουμε προτάσεις αντιδίκου και για κατάθεση προσθήκης).

Προσπαθώντας να κάνει κανείς μια πρόχειρη αξιολόγηση, το νομοσχέδιο έχει σημαντικά θετικά, αλλά και σημαντικά αρνητικά.

 

Στα θετικά απαριθμούμε:


(α) Την ενοποίηση του α΄ βαθμού και την θέση των Ειρηνοδικών στην διάθεση του Προϊσταμένου του Κεντρικού Πρωτοδικείου. Ενδεικτικά, το Πρωτοδικείο Αθηνών θα αριθμεί από 430 Πρωτοδίκες που έχει σήμερα, 550 περίπου αστικούς δικαστές και 170 ποινικούς δικαστές με το νέο σύστημα. Περισσότεροι δικαστές υπό ενιαία διοίκηση επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία και προσαρμογή στις ανάγκες.


(β) Την μείωση των σημερινών Δικαστηρίων που είναι συνολικά 15 στην Αττική σε 7: Στην Αθήνα πέρα από κεντρικό άλλα 3 (Μαρούσι, Περιστέρι, Κορωπί) και στον Πειραιά πέρα από το κεντρικό άλλα 2 (Καλλιθέα και Μάνδρα ή Ελευσίνα).

 

(γ) Την ύπαρξη ενιαίου δικαστηρίου (σε Αθήνα και Πειραιά) με μία διοίκηση. Ο Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου θα είναι ένας και η Γραμματεία μία και ενιαία. Αυτό δίνει τεράστιες δυνατότητες ευελιξίας και προσαρμογών στις ανάγκες.

 

(δ) Την ενιαιοποίηση (περίπου) της τοπικής αρμοδιότητας του Πειραιά σε αστική και διοικητική δικαιοσύνη, με την μεταφορά του παραλιακού μετώπου από την Αθήνα στον Πειραιά. Αυτό ήταν κοινό αίτημα ΔΣΑ και ΔΣΠ. Το 2026 πρόκειται να ανεγερθεί άλλωστε ένα εξαιρετικό νέο δικαστικό μέγαρο στον Πειραιά που μπορεί να στεγάσει την μεγαλύτερη αρμοδιότητα

 

(ε) Την δημιουργία στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ποινικού Τμήματος (που κατά βάση θα εδρεύει στα δικαστήρια της Ευελπίδων) και Αστικού Τμήματος (που κατά βάση θα εδρεύει στη Λουκάρεως) με δικαστές που κατά την θητεία σε κάθε τμήμα δεν θα ασχολούνται με υποθέσεις του άλλου τμήματος).

 

(στ) Την μεγάλη ευελιξία που εξασφαλίσαμε για το μεταβατικό διάστημα από 16/9/2024 μέχρι 16/9/2026: Τα Ειρηνοδικεία που κλείνουν θα μπορούν ανάλογα με τις ανάγκες να χρησιμοποιούνται και με το νέο σύστημα. Η μετάβαση φαίνεται ότι μπορεί να είναι όσο το δυνατόν ομαλή.

 

Όλα καλά, λοιπόν; Όχι, δυστυχώς. Έχουμε και λέμε:

 

(α) Δεν έχουμε στην διάθεσή μας νούμερα: Πόσες υποθέσεις συγκεντρώνονται στο Κεντρικό Πρωτοδικείου, πόσες θα μείνουν περιφερειακά πρωτοδικεία, πόσοι δικαστές θα χρειάζονται στο μεν και στα δε, είναι άγνωστο (τουλάχιστον στον γράφοντα, που είχα και μια συμμετοχή στην διαβούλευση).

 

(β) Οι ηλεκτρονικές υποδομές είναι πραγματικά «αστείες» και δεν παρατηρείται η πρόοδος που περιμέναμε και απαιτεί η εποχή. Αν είχαμε ηλεκτρονικό φάκελο, θα μιλούσαμε σε άλλη βάση.

 

(γ) Η υλικοτεχνική υποδομή απλά δεν υπάρχει. Το κτίριο της Λουκάρεως (που θα στεγάσει το Κεντρικό Πολιτικό Πρωτοδικείο) είναι ανεπαρκές, πρέπει να χτιστεί επιπλέον όροφος, που όμως σήμερα μόνον ως ιδέα υπάρχει. Τα δε περιφερειακά είναι από ανεπαρκή έως εντελώς αδιανόητα (βλ. Περιστέρι). Και βέβαια από το Σεπτέμβριο του 2024 τα πράγματα δεν θα είναι τόσο δύσκολα (με εξαίρεση κάποιες αλλαγές μεταξύ Λουκάρεως και Ευελπίδων). Αλλά θα προλάβουμε μέχρι το 2026 να έχουμε κατάλληλα δικαστικά κτίρια; Πολύ αμφιβάλλω.

 

(δ) Το Πρωτοδικείο Αθηνών (ήδη το μεγαλύτερο της Ευρώπης) γίνεται πρωτοδικείο-γίγας με μεγάλες δυσκολίες συντονισμού και διοίκησης. Δεν είναι ακατόρθωτο να διοικηθεί, αλλά αυτό απαιτεί σημαντικές αλλαγές στον τρόπο οργάνωσής του, που ακόμη δεν τις έχουμε δει με συγκεκριμένο τρόπο.

 

(ε) Όσο καλά και αν οργανωθεί το Πρωτοδικείο, το τρεχαλητό δεν το γλιτώνουμε. Όταν αυξάνονται οι τόποι συζήτησης της βασικής δικαστηριακής ύλης (δηλ. της ύλης των Μονομελών Πρωτοδικείων), ακόμη και αν όλα τα άλλα ζητήματα της οργάνωσης της Γραμματείας λύνονταν, πάλι ένα σημαντικό πρόβλημα παραμένει, έχοντας μάλιστα υπ’ όψιν την δυσχέρανση της υποβολής αιτημάτων αναβολής.

 

Πάντως, το βασικό πρόβλημα παραμένει η υλικοτεχνική και ηλεκτρονική υστέρηση. Αν σε αυτό το θέμα η κατάσταση ήταν καλύτερη, όλα θα ετίθεντο σε άλλη βάση. Μεγάλη βοήθεια θα μπορέσει να δώσει η ευχέρεια (που υπάρχει με βάση ακόμη και τον ισχύοντα Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων) για κεντροποιημένη λειτουργία της Γραμματείας: ακόμη και αν δικάζουμε περιφερειακά, όλος ο φάκελος θα πρέπει να τηρείται στο Κεντρικό Πρωτοδικείο.

 

Για αυτό, ο ΔΣΑ πρέπει να αντιδράσει και να διεκδικήσει. Όχι απλά με συνθήματα και κορώνες, αλλά με συγκεκριμένη διεκδίκηση: Οι ανόμοιες καταστάσεις απαιτούν διαφορετικές λύσεις: Στην Αττική δεν πρέπει να λειτουργούν «περιφερειακά» Πρωτοδικεία με ξεχωριστή τοπική αρμοδιότητα, αλλά το Πρωτοδικείο πρέπει να είναι ενιαίο, τα δε τυχόν άλλα αναγκαία δικαστικά καταστήματα να είναι «υποκαταστήματα» του ενιαίου Πρωτοδικείου. Οι λύσεις των περιφερειακών Πρωτοδικείων μπορεί να ταιριάζουν στην ελληνική περιφέρεια, όπου όλο το σύστημα λειτουργεί αποκεντρωμένα, όχι όμως στην Αττική, όπου μόνον με ενιαίο τρόπο οργάνωσης μπορεί να εξασφαλιστεί η προσαρμογή στις ανάγκες.

 

Σε κάθε περίπτωση, λειτουργία του νέου συστήματος χωρίς ψηφιακή και γενικά κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή είναι απολύτως αδύνατη. Άρα, η λογική «ψήφισα το χάρτη και όλα καλά» δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

 

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημάνουμε και να γνωρίζουν οι συνάδελφοι ότι το εν λόγω νομοσχέδιο δεν έγινε εν κρυπτώ και ερήμην μας. Έχουμε συμμετάσχει ως δικηγορικό σώμα στην διαδικασία διαμόρφωσής του, πολλά από όσα επισημάναμε έγιναν δεκτά (ιδίως σε σχέση με το μεταβατικό διάστημα στην Αττική και όχι μόνο), όχι όμως όλα και βέβαια όχι τα παραπάνω κρίσιμα. Επειδή όμως οι πόρτες δεν είναι κλειστ
ές, ευελπιστώ ότι θα καταφέρουμε να πετύχουμε κρίσιμες βε
λτιώσεις.

 

Πώς αντιδρούμε;

 

Κατ’ αρχήν όπως ήδη έχουμε πετυχημένα δράσει μέχρι τώρα. Με προτάσεις, συγκεκριμένες διεκδικήσεις, ήδη αλλάξαμε πολλά από όσα αρχικά υπήρχε σκοπός να νομοθετηθούν και μπορούμε να συνεχίσουμε να το κάνουμε.

 


Αποχή
να κάνουμε; Προσωπικά έχω μια «δυσπεψία» στις αποχές (διαχρονικά). Αλλά για λόγους συμβολικούς η προκήρυξη μίας περιορισμένης αποχής θα μπορούσε να δηλώσει την αντίθεσή μας ιδίως στη νομοθέτηση, σε χρόνο που οι πραγματικές συνθήκες είναι ακόμη ανώριμες.

 

Αλλά η πρόταση για δημοψήφισμα δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Η πάγια θέση μου είναι ότι θεσμικά και σύνθετα νομοθετήματα, με διάφορες διατάξεις, με πολλά θετικά και πολλά αρνητικά δεν μπορούμε να τα θέτουμε σε συλλήβδην κρίση, σαν να επιδεικνύουμε μια κόλλα χαρτί εν είδει παράστασης σε ρωμαϊκή αρένα και να ζητούμε από τους συναδέλφους να πουν ένα ναι ή ένα όχι. Είναι πολιτικά πρωτόγονο και απαξιώνει την όποια σκοπούμενη αντίδραση.

 

Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, που δεν έχει προηγηθεί ενημέρωση των συναδέλφων. Δημοψήφισμα χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και διάλογο είναι ευτελισμός ενός δημοκρατικού μέσου έκφρασης και ως Δικηγορικός Σύλλογος δεν μπορούμε να το υιοθετούμε.

 

Ψυχραιμία, λοιπόν. Με σχέδιο, προτάσεις, τεκμηρίωση, υπόδειξη και θεμελίωση του εναλλακτικού σχεδίου και λελογισμένα μέτρα μαζικότερης κινητοποίησης ανάλογα με την πορεία της διεκδίκησης, μπορούμε να αλλάξουμε πολλά. Και πιστεύω ότι έχουμε «πεδίον δόξης λαμπρόν».  

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΗΚΗΣ-ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΠολΔ


 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΗΚΗΣ-ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 

Με τον κατωτέρω πίνακα επιχειρείται η συνοπτική παράθεση των προθεσμιών που προβλέπονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τις διάφορες κατηγορίες δικογράφων. Δεν ασχολούμαστε με τυχόν ειδικές διαδικασίες που προβλέπονται από νομοθετήματα εκτός του ΚΠολΔ.

 

Οι προθεσμίες με τις οποίες ασχολούμαστε είναι κατ’ αρχήν εκείνες των προτάσεων ή αντίστοιχων με αυτές δικογράφων, έστω και αν έχουν άλλη ονομασία στον ΚΠολΔ, καθώς και της προσθήκης-αντίκρουσης, ήτοι του δικογράφου, με το οποίο ο διάδικος «απαντά» στους ισχυρισμούς του αντιδίκου του όπως αυτοί διατυπώθηκαν με τις προτάσεις του αντιδίκου του και συμπληρώνει ό,τι είχε προβάλει με τις δικές του προτάσεις. Δεν υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά σε δικόγραφα που αποτελούν συμπληρωματικές προτάσεις ή προσθήκη (αυτά αναφέρονται κυρίως στις υποσημειώσεις).

 

Στην τελευταία στήλη επιδιώκεται η συνοπτική παράθεση της νομικής βάσης που στηρίζει την γνώμη για την ισχύουσα προθεσμία. Αναλυτικότερη προσέγγιση επιχειρείται κάποιες φορές στις υποσημειώσεις.

 

Α/Α

Κατηγορία δικογράφου στο πλαίσιο του οποίου κατατίθενται προτάσεις

Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων

Προθεσμία κατάθεσης προσθήκης αντίκρουσης

Διάταξη στην οποία βασίζεται ο υπολογισμός των προθεσμιών προτάσεων-προσθήκης

1

Αγωγή κατατεθειμένη από 1.1.2022 και εφεξής

90 ημέρες από την λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής, η οποία είναι ίση με 30 μέρες από την κατάθεση της αγωγής (30 + 90 = 120 μέρες)[i]

15 μέρες από την λήξη της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων[ii]

 

 

 

 

ΚΠολΔ 237 παρ. 1 ΚΠολΔ (για τις προτάσεις) και ΚΠολΔ 237 παρ. 2 για την προσθήκη.

 

 

2

Παρεμπίπτουσα αγωγή, ανταγωγή, παρέμβαση, προσεπίκληση ανακοίνωση επί υποθέσεων νέας τακτικής από 1.1.2022 και εφεξής

120 ημέρες από την κατάθεση της κύριας αγωγής[iii]

15 μέρες από την λήξη της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων.

 

 

 

ΚΠολΔ 238 παρ. 1 εδ. δ΄ (για τις προτάσεις) και ΚΠολΔ 237 παρ. 2 για την προσθήκη.

3

Κλήση επαναφοράς μετά από παραπεμπτική απόφαση λόγω αναρμοδιότητας (τοπικής, υλικής ή λειτουργικής)

90 ημέρες από την κατάθεση της κλήσης

15 μέρες από την λήξη της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων

 

 

 

 

ΚΠολΔ 237 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ (για τις προτάσεις) και ΚΠολΔ 237 παρ. 2 για την προσθήκη

 

 

4

Κλήση επαναφοράς μετά από απόφαση που κρίνει την συζήτηση απαράδεκτη

90 ημέρες από την κατάθεση της κλήσης

15 μέρες από την λήξη της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων

ΚΠολΔ 237 παρ. 3 εδ. β΄ ΚΠολΔ (για τις προτάσεις) και ΚΠολΔ 237 παρ. 2 για την προσθήκη

5

Κλήση επαναφοράς μετά από ματαίωση συζήτησης αγωγής (όταν η αγωγή έχει κατατεθεί μετά την 1.1.2016, ανεξάρτητα αν η κλήση έχει κατατεθεί πριν ή μετά την 1.1.2022)

90 ημέρες από την κατάθεση της κλήσης

15 μέρες από την λήξη της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων

Αναλογική εφαρμογή ΚΠολΔ 237 παρ. 3 εδ. β΄ ΚΠολΔ (για τις προτάσεις)[iv] και ΚΠολΔ 237 παρ. 2 (για την προσθήκη).

6

Κλήση επαναφοράς μετά από απόφαση που είχε αναβάλει την συζήτηση κατά τα άρθρα 249-250 ΚΠολΔ χωρίς να προτείνονται νέοι ισχυρισμοί (οψιγενείς ή παραχρήμα αποδεικνυόμενοι)

Συμπληρωματικές προτάσεις μέχρι την συζήτηση της αγωγής (ακόμη και επί της έδρας)

3 εργάσιμες μέρες από την συζήτηση

ΚΠολΔ 237 παρ. 3 εδ. γ΄(για τις προτάσεις), αναλογική εφαρμογή της ΚΠολΔ 254 παρ. 3 εδ. β΄(για την προσθήκη)[v]

7

Κλήση επαναφοράς μετά από απόφαση που είχε αναβάλει την συζήτηση κατά τα άρθρα 249-250 ΚΠολΔ όταν προτείνονται νέοι ισχυρισμοί (οψιγενείς ή παραχρήμα αποδεικνυόμενοι)

Συμπληρωματικές προτάσεις 20 πλήρεις μέρες πριν από την δικάσιμο

10 πλήρεις ημέρες πριν από την δικάσιμο

ΚΠολΔ 237 παρ. 3 εδ. γ΄ σε συνδυασμό με την ΚΠολΔ 237 παρ. 5 εδ. α΄, β΄ (για τις προτάσεις), αναλογική εφαρμογή της ΚΠολΔ 254 παρ. 3 εδ. β΄(για την προσθήκη)

8

Κλήση επαναφοράς μετά από απόφαση που είχε διατάξει επανάληψη συζήτησης κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ

Συμπληρωματικές προτάσεις (μη υποχρεωτικές) μέχρι την συζήτηση της αγωγής (και επί της έδρας)

3 εργάσιμες μέρες από την συζήτηση

Αναλογική εφαρμογή ΚΠοΔ 237 παρ. 3 εδ. γ΄ ή και αναλογία δικαίου (για τις προτάσεις)[vi] και ευθεία εφαρμογή ΚΠολΔ 254 παρ. 3 εδ. β΄ (για την προσθήκη)

9

Κλήση για επαναφορά συζήτησης αγωγής που είχε κατατεθεί (η αγωγή) προ της 1.1.2016 (παλιά τακτική διαδικασία)

Και επί της έδρας (επί αρμοδιότητας Μονομελούς) ή προ 20 πλήρων ημερών από την δικάσιμο (επί αρμοδιότητας Πολυμελούς)

3 εργάσιμες ημέρες από την συζήτηση (επί αρμοδιότητας Μονομελούς) ή προ 15 πλήρων ημερών από την δικάσιμο (επί αρμοδιότητας Πολυμελούς).

 

Επί Πολυμελούς αξιολόγηση μαρτυρικών καταθέσεων εντός 8 ημερών από την συζήτηση.

ΚΠολΔ 237 παρ. 1, όπως είχε η διάταξη μετά το Ν 2915/2001 (για τις προτάσεις) και ΚΠολΔ 237 παρ. 3 όπως είχε η διάταξη μετά το Ν 2915/2001 σε συνδυασμό με την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 1 Ν. 4335/2015

 

10

Κλήση για επαναφορά συζήτησης αγωγής που είχε κατατεθεί (η αγωγή) προ της 1.1.2016 μετά από απόφαση που διέτασσε επανάληψη της συζήτησης κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ (παλιά τακτική)

Σημείωμα προ 5 ημερών από την συζήτηση

Δεν προβλέπεται

ΚΠολΔ 254 παρ. 2, ως είχε μετά το Ν. 2915/2001 και προ του Ν. 4335/2015 σε συνδυασμό με την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 1 Ν. 4335/2015

 

11

Αγωγή ή κλήση κατά τις ειδικές διαδικασίες (ΚΠολΔ 591 επ.) (είτε η αγωγή κατατέθηκε προ της 1.1.2022 είτε μετά)

Επί της έδρας

5 εργάσιμες ημέρες από τη συζήτηση της αγωγής

ΚΠολΔ 591 παρ. 1 περ. γ΄ (για τις προτάσεις) και ΚΠολΔ 591 παρ. 1 περ. στ΄ (για την προσθήκη)

12

Αγωγή κατά τις διατάξεις περί μικροδιαφορών

20 ημέρες από την λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής, η οποία είναι ίση με 10 μέρες από την κατάθεση της αγωγής

5 μέρες από την λήξη της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων-υπομνήματος

ΚΠοΔ 468 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ (για τις προτάσεις) και ΚΠολΔ 468 παρ. 2 εδ. γ΄ (για την προσθήκη)

13

Κλήση επαναφοράς κατά τις διατάξεις περί μικροδιαφορών (για αγωγή κατατεθείσα μετά την 1.1.2022)

Κρίνεται εύλογη η αναλογική εφαρμογή των ρυθμίσεων όπως περιγράφονται ανωτέρω για τις περιπτώσεις της νέας τακτικής διαδικασίας με προσαρμογή των προθεσμιών

14

Κλήση επαναφοράς συζήτησης αγωγής μικροδιαφοράς όταν η αγωγή είχε κατατεθεί προ της 1.1.2022

Επί της έδρας

3 εργάσιμες ημέρες από τη συζήτηση

ΚΠολΔ 468 (για τις προτάσεις) και (ελλείψει άλλης ειδικής διάταξης) ΚΠολΔ 238 εδ. γ΄ ως είχαν προ του Ν. 4842/2021 σε συνδυασμό με το άρθρο 116 παρ. 1α  Ν. 4842/2021.

15

Αγωγή ή κλήση υπόθεσης εκουσίας δικαιοδοσίας

Επί της έδρας

3 εργάσιμες από την συζήτηση

ΚΠολΔ 745 με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 237 παρ. 3 εδ. β’  ΚΠολΔ ή και αναλογία δικαίου (για τις προτάσεις)[vii] και αναλογική εφαρμογή ΚΠολΔ 254 παρ. 3 εδ. β΄[viii]

15

Ανακοπή ερημοδικίας (ασκηθείσα είτε πριν είτε μετά την 1.1.2022)

Επί της έδρας

3 εργάσιμες ημέρες από την συζήτηση

ΚΠολΔ 509 παρ. 2

16

Αίτηση αναψηλάφησης (ασκηθείσα είτε πριν είτε μετά την 1.1.2022)

Επί της έδρας

3 εργάσιμες ημέρες από την συζήτηση

ΚΠολΔ 548 παρ. 1 εδ. β΄

17

Έφεση κατ’ αποφάσεως εκδοθείσας με την νέα τακτική διαδικασία, καθώς επίσης κατ’ αποφάσεως Ειρηνοδικείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου ή Πολυμελούς Πρωτοδικείου (με την επιφύλαξη της περίπτωσης 19) με την παλιά τακτική διαδικασία

Επί της έδρας

3 εργάσιμες ημέρες από την συζήτηση

ΚΠολΔ 524 παρ. 1 εδ. β΄

18

Έφεση κατ’ αποφάσεως εκδοθείσας με τις ειδικές διαδικασίες

Επί της έδρας

5 εργάσιμες ημέρες από την συζήτηση

ΚΠολΔ 524 παρ. 1 εδ. ΄ σε συνδυασμό με τις περ. γ΄ και στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 591 ΚΠολΔ

19

Έφεση κατ’ αποφάσεως Πολυμελούς εκδοθείσας με την παλιά τακτική διαδικασία ερήμην του εκκαλούντος

20 πλήρεις ημέρες πριν από την δικάσιμο

15 πλήρεις ημέρες πριν από την δικάσιμο

ΚΠολΔ 524 παρ. 2, ως είχε προ του Ν. 4335/2015 σε συνδυασμό με την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 Ν. 4335/2015

20

Αίτηση αναιρέσεως σε περίπτωση προβολής ενστάσεων σχετικά με το παραδεκτό και το εμπρόθεσμο της αίτησης αναίρεσης και των τυχόν πρόσθετων λόγων

20 πλήρεις ημέρες πριν από την δικάσιμο

Δεν προβλέπεται

ΚΠολΔ 570 παρ. 1 εδ. α΄, β

21

Αίτηση αναιρέσεως σε κάθε άλλη περίπτωση πλην της ανωτέρω υπ’ αριθ. 20

Υπόμνημα εντός 3 εργασίμων ημερών από την συζήτηση

Δεν προβλέπεται

ΚΠολΔ 570 παρ. 1 εδ. γ΄

22

Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων

Σημείωμα σε προθεσμία που ορίζεται από τον δικάζοντα δικαστή

Δεν προβλέπεται

Το σημείωμα δεν είναι υποχρεωτικό. Η προθεσμία υποβολής σημειώματος εντάσσεται στις γενικές εξουσίες του Δικαστή κατά την διεξαγωγή της συζήτησης.

 



[i] Σε περίπτωση που ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων είναι 120 ημερών από την λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής, που στην περίπτωση αυτή είναι 60 ημερών ( 60 + 120 = 180 ημέρες) [ΚΠολΔ 237 παρ. 1 περ. ε΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 215 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ]. Η προθεσμία ισχύει και στις περιπτώσεις 3, 4 και 5.

 

[ii] Σε περίπτωση γένεσης οψιγενών ή παραχρήμα αποδεικνυόμενων ισχυρισμών μέχρι την δικάσιμο, είναι δυνατή η κατάθεση συμπληρωματικής προσθήκης 20 πλήρεις ημέρες πριν από την δικάσιμο και αντίκρουσης επ’ αυτής 10 πλήρεις ημέρες πριν από την δικάσιμο [ΚΠολΔ 237 παρ. 5 εδ. α΄]. Αυτό ισχύει στις περιπτώσεις 1, 2, 3, 4 και 5, ήτοι όποτε η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων και συζήτησης της αγωγής απέχουν μεταξύ τους πέραν των 20 ημερών (συνήθως είναι πολύ μεγαλύτερο).

 

[iii] Σε περίπτωση που ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων είναι 180 ημερών από την κατάθεση της κύριας αγωγής [ΚΠολΔ 238 παρ. 1 περ. ε΄].

 

[iv] Δεν υπάρχει ρητή ρύθμιση ειδικά για την περίπτωση αυτή. Επειδή όμως στην αξιολογικώς όμοια περίπτωση της κλήσης μετά από συζήτηση που κηρύχθηκε απαράδεκτη ισχύει η ρύθμιση της κατάθεσης προτάσεων εντός 90 ημερών από την κατάθεση της κλήσης, κρίνεται επιβεβλημένη η αναλογική εφαρμογή της ρύθμισης αυτής. Άλλωστε, όπως θα αναλυθεί σε επόμενο σχόλιο, η παλιά γενική ρύθμιση του άρθρου 238 ΚΠολΔ (προ του Ν. 4335/2015) καταργήθηκε με το Ν. 4335/2015 και έτσι απουσιάζει μια γενική ρύθμιση που να εφαρμόζεται εν απουσία ειδικής ρύθμισης.

 

[v] Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη υποσημείωση, προ του Ν. 4335/2015, ίσχυε η (γενικής κατ’ αρχήν εφαρμογής στην τακτική διαδικασία) διάταξη του άρθρου 238 ΚΠολΔ, κατά την οποία οριζόταν: «Ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου οι προτάσεις κατατίθενται, ενώπιον δε του ειρηνοδικείου δύνανται να κατατεθούν, το αργότερο στο ακροατήριο κατά τη Συζήτηση της υπόθεσης. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και, όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις, καταχωρίζονται στα Πρακτικά. Οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη Συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία σχολιάζονται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη Συζήτηση. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 εδάφια β` και γ`, 2, 5 και 6 του άρθρου 237». Αφού τέτοια γενική ρύθμιση πλέον απουσιάζει, πρέπει να αναζητήσει κανείς άλλη ρύθμιση, όσο γίνεται πιο όμοιας αξιολογικά περίπτωσης, που να προβλέπει στην τακτική διαδικασία δικαίωμα προσθήκης-αντίκρουσης, ώστε να μην μείνουν αναπάντητοι ισχυρισμοί του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η υποβολή των προτάσεων μπορεί να γίνει και επί της έδρας, όπως ρητά ορίζει το άρθρο 237 παρ. 3 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, είναι μονόδρομος η προθεσμία προσθήκης-αντίκρουσης να λήγει μετά την συζήτηση. Μόνη τέτοια ρύθμιση για υποβολή προσθήκης μετά την συζήτηση στην νέα τακτική διαδικασία, στο πλαίσιο των κανόνων της οποίας πρέπει κανείς για λόγους συστηματικούς να παραμείνει, είναι εκείνη του εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 254 ΚΠολΔ.

 

[vi] Σε συνέχεια όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω στην υποσημείωση v, και λόγω της απουσίας διάταξης αντίστοιχης με το παλιό άρθρο 238 ΚΠολΔ, δεν υπάρχει διάταξη που να ορίζει τι ισχύει ως προς το χρόνο κατάθεσης προτάσεων, όταν στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας συντρέχει περίπτωση συζήτησης χωρίς να περνάμε από την διαδικασία της εντός 90 ημερών κλπ. κατάθεσης προτάσεων, αναζητεί κανείς τι προβλέπει ο νόμος σε αξιολογικώς όμοιες περιπτώσεις ή ομάδες περιπτώσεων. Η πιο συγγενής περίπτωση κρίνεται εκείνη της συζήτησης μετά από απόφαση που ανέβαλε κατά τα άρθρα 249-250 ΚΠολΔ, για αυτό και θα μπορούσε να γίνει δεκτή αναλογία νόμου και δη του άρθρου 237 παρ. 3 εδ. γ΄ ΚΠολΔ. Άλλωστε, παρά την κατάργηση του παλιού άρθρου 238 ΚΠολΔ, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκλαμβάνεται ως μια ιδιότυπη γενική αρχή η κατάθεση προτάσεων επί της έδρας. Το απαντούμε, εξάλλου, ακόμη σε πλήθος διαδικασιών (βλ. τις περιπτώσεις 6, 11, 14, 15, 16, 17, 18 του πίνακα). Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να γίνει λόγος για αναλογία δικαίου. Έτσι, στην περίπτωση του άρθρου 254, οι προτάσεις ναι μεν δεν είναι υποχρεωτικές, αν όμως ο διάδικος επιθυμεί να καταθέσει, μπορεί να το πράξει μέχρι την συζήτηση και επί της έδρας.

 

[vii] Στις διατάξεις της εκουσίας δικαιοδοσίας μόνη σχετική με την προβολή ισχυρισμών διάταξη είναι αυτή του άρθρου 745, κατά την οποία «Έως την περάτωση και της τελευταίας Συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιτρέπεται η προβολή πραγματικών ισχυρισμών». Η διάταξη αυτή όμως δεν προβλέπει τον ακριβή χρόνο κατάθεσης των προτάσεων (που είναι ο κατ’ αρχήν τρόπος προβολής των ισχυρισμών κατά το άρθρο 115 παρ. 3 ΚΠολΔ). Μέχρι το Ν. 4335/2015 θεωρείτο αυτονόητη η εφαρμογή του (παλιού) άρθρου 238 ΚΠολΔ, το περιεχόμενο του οποίου αναλύθηκε ανωτέρω. Ακολουθώντας την οδό ερμηνείας που αναφέρθηκε στην ανωτέρω υπό vi υποσημείωση, και υιοθετώντας την γνώμη ότι γενικώς εκλαμβάνεται ως μια ιδιότυπη γενική αρχή η κατάθεση προτάσεων επί της έδρας, όπως, άλλωστε, εξακολουθεί να απαντάται ακόμη σε πλήθος διαδικασιών (βλ. τις περιπτώσεις 6, 8, 11, 14, 16, 17, 18 του πίνακα).

 

[viii] Όσον αφορά στο χρόνο κατάθεσης προσθήκης αντίκρουσης ελλείψει και πάλι της γενικής διάταξης του παλιού άρθρου 238 ΚΠολΔ, ερωτάται ποιος είναι ο εφαρμοστέος κανόνας σε σχέση με τον χρόνο κατάθεσης της προσθήκης-αντίκρουσης. Εποπτεύοντας τον πίνακα των περιπτώσεων που έχουμε συντάξει, θα μπορούσε να κρίνει κανείς ότι με εξαίρεση τις ειδικές διαδικασίες, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που προβλέπεται κατάθεση προσθήκης-αντίκρουσης η προβλεπόμενη προθεσμία είναι εκείνη των 3 εργασίμων ημερών, προθεσμία που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συναγόμενη από κάποια γενική αρχή της Πολιτικής Δικονομίας. Άλλωστε, το άρθρο 591 δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 741 ΚΠολΔ (η παραπομπή σταματά στο άρθρο 590 ΚΠολΔ), ενώ και επί εφέσεως μόνο στην περίπτωση των ειδικών διαδικασιών επιφυλάσσεται η εφαρμογή της 5ήμερης προθεσμίας προσθήκης-αντίκρουσης. Συνεπώς, η εφαρμογή της 3ήμερης προθεσμίας φαίνεται ως η συνεπέστερη από πλευράς συστηματικής προσέγγισης και από πλευράς επιλογής ρύθμισης που έχει ρητώς επιλεγεί σε αξιολογικώς πιο όμοιες περιπτώσεις.