Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ: ΣΩΣΤΑ ΚΑΙ ΛΑΘΗ

Εδώ και λίγες μέρες είναι σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο για το νέο «Δικαστικό Χάρτη» της χώρας. Βασικές προβλέψεις των νέων ρυθμίσεων είναι η ενοποίηση του α΄ βαθμού δικαιοδοσίας και η «πυρηνική» οργάνωση των Πρωτοδικείων στη χώρα: 1 κεντρικό Πρωτοδικείο σε κάθε νομό, στο οποίο ανήκουν όλοι οι δικαστές, οι οποίοι θα κατανέμονται μεταξύ της κεντρικής και των περιφερειακών εδρών ανάλογα με την δικαστηριακή ύλη κάθε εδαφικής περιφέρειας.


Το νομοσχέδιο αποτελεί μια προσπάθεια της κυβέρνησης να ισορροπήσει μεταξύ της προσπάθειας των συλλόγων της περιφέρειας να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα δικαστήρια με όσο το δυνατόν πιο όμοια με την σημερινή κατάσταση και της προσπάθειας των συλλόγων της πρωτεύουσας για συγκέντρωση της δικαστηριακής ύλης σε όσο το δυνατόν λιγότερα δικαστήρια.


Βασικός γνώμονας των επιλογών της Πολιτείας σε σχέση με το δικαστικό χάρτη της χώρας θα πρέπει να είναι η ευχερέστερη πρόσβαση του πολίτη στην Δικαιοσύνη. Αλλά επειδή η πρόσβαση του πολίτη στην Δικαιοσύνη περνά (και ορθότατα) μέσα από τον δικηγόρο του, στόχος της Πολιτείας πρέπει να είναι η ευχερέστερη πρόσβαση του δικηγόρου στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης. Για αυτό και είναι εύλογη και η στάση των συναδέλφων της περιφέρειας να επιδιώκουν την διατήρηση των σημείων πρόσβασης στην δικαιοσύνη όσο πιο κοντά στον τόπο συγκέντρωσης δικηγόρων, αλλά και η στάση ημών των δικηγόρων της Αθήνας και του Πειραιά που επειδή είμαστε εγκατεστημένοι στα κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά είναι εύλογο να θέλουμε την αποτροπή του κατακερματισμού.


Η κυβέρνηση επιχείρησε να λύσει την «άσκηση ισορροπίας» με μία οριζόντια (περίπου) ρύθμιση, δηλαδή μια ρύθμιση σχεδόν κοινή για Αθήνα-Πειραιά και την λοιπή Ελλάδα. Μόνη βασική διαφοροποίηση είναι η μεταβατική περίοδος (στην Αττική το νέο σύστημα θα αρχίσει όχι από 16/9/2024, αλλά από 16/9/2026). Αλλά όταν επιδιώκει κανείς όμοια ρύθμιση των ανομοίων, αρχίζουν τα προβλήματα.


Βασική πρόβλεψη του νέου νομοσχεδίου είναι ότι στο Κεντρικό Πρωτοδικείο θα δικάζονται οι υποθέσεις Πολυμελούς Πρωτοδικείου (στην αστική δικαιοσύνη) και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (στην ποινική δικαιοσύνη). Οι υποθέσεις καθ’ ύλην αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου (όχι όμως των Μονομελών Πλημμελειοδικείων) θα δικάζονται στις περιφερειακές έδρες (αν ιδρύεται κατά τόπον αρμοδιότητα στους εκεί υπαγόμενους Δήμους). Αυτό συνιστά μια ισορροπημένη ρύθμιση για τα πλην πρωτεύουσας πρωτοδικεία, αλλά πολύ προβληματική ρύθμιση για την πρωτεύουσα, ιδίως έχοντας υπ’ όψιν ότι η συζήτηση μιας υπόθεσης σε ένα δικαστήριο συνεπάγεται συνήθως την υποχρέωση να πάει κανείς στο δικαστήριο και πριν (για διάφορα διαδικαστικά θέματα) και μετά την συζήτηση (για να πάρουμε προτάσεις αντιδίκου και για κατάθεση προσθήκης).

Προσπαθώντας να κάνει κανείς μια πρόχειρη αξιολόγηση, το νομοσχέδιο έχει σημαντικά θετικά, αλλά και σημαντικά αρνητικά.

 

Στα θετικά απαριθμούμε:


(α) Την ενοποίηση του α΄ βαθμού και την θέση των Ειρηνοδικών στην διάθεση του Προϊσταμένου του Κεντρικού Πρωτοδικείου. Ενδεικτικά, το Πρωτοδικείο Αθηνών θα αριθμεί από 430 Πρωτοδίκες που έχει σήμερα, 550 περίπου αστικούς δικαστές και 170 ποινικούς δικαστές με το νέο σύστημα. Περισσότεροι δικαστές υπό ενιαία διοίκηση επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία και προσαρμογή στις ανάγκες.


(β) Την μείωση των σημερινών Δικαστηρίων που είναι συνολικά 15 στην Αττική σε 7: Στην Αθήνα πέρα από κεντρικό άλλα 3 (Μαρούσι, Περιστέρι, Κορωπί) και στον Πειραιά πέρα από το κεντρικό άλλα 2 (Καλλιθέα και Μάνδρα ή Ελευσίνα).

 

(γ) Την ύπαρξη ενιαίου δικαστηρίου (σε Αθήνα και Πειραιά) με μία διοίκηση. Ο Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου θα είναι ένας και η Γραμματεία μία και ενιαία. Αυτό δίνει τεράστιες δυνατότητες ευελιξίας και προσαρμογών στις ανάγκες.

 

(δ) Την ενιαιοποίηση (περίπου) της τοπικής αρμοδιότητας του Πειραιά σε αστική και διοικητική δικαιοσύνη, με την μεταφορά του παραλιακού μετώπου από την Αθήνα στον Πειραιά. Αυτό ήταν κοινό αίτημα ΔΣΑ και ΔΣΠ. Το 2026 πρόκειται να ανεγερθεί άλλωστε ένα εξαιρετικό νέο δικαστικό μέγαρο στον Πειραιά που μπορεί να στεγάσει την μεγαλύτερη αρμοδιότητα

 

(ε) Την δημιουργία στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ποινικού Τμήματος (που κατά βάση θα εδρεύει στα δικαστήρια της Ευελπίδων) και Αστικού Τμήματος (που κατά βάση θα εδρεύει στη Λουκάρεως) με δικαστές που κατά την θητεία σε κάθε τμήμα δεν θα ασχολούνται με υποθέσεις του άλλου τμήματος).

 

(στ) Την μεγάλη ευελιξία που εξασφαλίσαμε για το μεταβατικό διάστημα από 16/9/2024 μέχρι 16/9/2026: Τα Ειρηνοδικεία που κλείνουν θα μπορούν ανάλογα με τις ανάγκες να χρησιμοποιούνται και με το νέο σύστημα. Η μετάβαση φαίνεται ότι μπορεί να είναι όσο το δυνατόν ομαλή.

 

Όλα καλά, λοιπόν; Όχι, δυστυχώς. Έχουμε και λέμε:

 

(α) Δεν έχουμε στην διάθεσή μας νούμερα: Πόσες υποθέσεις συγκεντρώνονται στο Κεντρικό Πρωτοδικείου, πόσες θα μείνουν περιφερειακά πρωτοδικεία, πόσοι δικαστές θα χρειάζονται στο μεν και στα δε, είναι άγνωστο (τουλάχιστον στον γράφοντα, που είχα και μια συμμετοχή στην διαβούλευση).

 

(β) Οι ηλεκτρονικές υποδομές είναι πραγματικά «αστείες» και δεν παρατηρείται η πρόοδος που περιμέναμε και απαιτεί η εποχή. Αν είχαμε ηλεκτρονικό φάκελο, θα μιλούσαμε σε άλλη βάση.

 

(γ) Η υλικοτεχνική υποδομή απλά δεν υπάρχει. Το κτίριο της Λουκάρεως (που θα στεγάσει το Κεντρικό Πολιτικό Πρωτοδικείο) είναι ανεπαρκές, πρέπει να χτιστεί επιπλέον όροφος, που όμως σήμερα μόνον ως ιδέα υπάρχει. Τα δε περιφερειακά είναι από ανεπαρκή έως εντελώς αδιανόητα (βλ. Περιστέρι). Και βέβαια από το Σεπτέμβριο του 2024 τα πράγματα δεν θα είναι τόσο δύσκολα (με εξαίρεση κάποιες αλλαγές μεταξύ Λουκάρεως και Ευελπίδων). Αλλά θα προλάβουμε μέχρι το 2026 να έχουμε κατάλληλα δικαστικά κτίρια; Πολύ αμφιβάλλω.

 

(δ) Το Πρωτοδικείο Αθηνών (ήδη το μεγαλύτερο της Ευρώπης) γίνεται πρωτοδικείο-γίγας με μεγάλες δυσκολίες συντονισμού και διοίκησης. Δεν είναι ακατόρθωτο να διοικηθεί, αλλά αυτό απαιτεί σημαντικές αλλαγές στον τρόπο οργάνωσής του, που ακόμη δεν τις έχουμε δει με συγκεκριμένο τρόπο.

 

(ε) Όσο καλά και αν οργανωθεί το Πρωτοδικείο, το τρεχαλητό δεν το γλιτώνουμε. Όταν αυξάνονται οι τόποι συζήτησης της βασικής δικαστηριακής ύλης (δηλ. της ύλης των Μονομελών Πρωτοδικείων), ακόμη και αν όλα τα άλλα ζητήματα της οργάνωσης της Γραμματείας λύνονταν, πάλι ένα σημαντικό πρόβλημα παραμένει, έχοντας μάλιστα υπ’ όψιν την δυσχέρανση της υποβολής αιτημάτων αναβολής.

 

Πάντως, το βασικό πρόβλημα παραμένει η υλικοτεχνική και ηλεκτρονική υστέρηση. Αν σε αυτό το θέμα η κατάσταση ήταν καλύτερη, όλα θα ετίθεντο σε άλλη βάση. Μεγάλη βοήθεια θα μπορέσει να δώσει η ευχέρεια (που υπάρχει με βάση ακόμη και τον ισχύοντα Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων) για κεντροποιημένη λειτουργία της Γραμματείας: ακόμη και αν δικάζουμε περιφερειακά, όλος ο φάκελος θα πρέπει να τηρείται στο Κεντρικό Πρωτοδικείο.

 

Για αυτό, ο ΔΣΑ πρέπει να αντιδράσει και να διεκδικήσει. Όχι απλά με συνθήματα και κορώνες, αλλά με συγκεκριμένη διεκδίκηση: Οι ανόμοιες καταστάσεις απαιτούν διαφορετικές λύσεις: Στην Αττική δεν πρέπει να λειτουργούν «περιφερειακά» Πρωτοδικεία με ξεχωριστή τοπική αρμοδιότητα, αλλά το Πρωτοδικείο πρέπει να είναι ενιαίο, τα δε τυχόν άλλα αναγκαία δικαστικά καταστήματα να είναι «υποκαταστήματα» του ενιαίου Πρωτοδικείου. Οι λύσεις των περιφερειακών Πρωτοδικείων μπορεί να ταιριάζουν στην ελληνική περιφέρεια, όπου όλο το σύστημα λειτουργεί αποκεντρωμένα, όχι όμως στην Αττική, όπου μόνον με ενιαίο τρόπο οργάνωσης μπορεί να εξασφαλιστεί η προσαρμογή στις ανάγκες.

 

Σε κάθε περίπτωση, λειτουργία του νέου συστήματος χωρίς ψηφιακή και γενικά κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή είναι απολύτως αδύνατη. Άρα, η λογική «ψήφισα το χάρτη και όλα καλά» δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

 

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημάνουμε και να γνωρίζουν οι συνάδελφοι ότι το εν λόγω νομοσχέδιο δεν έγινε εν κρυπτώ και ερήμην μας. Έχουμε συμμετάσχει ως δικηγορικό σώμα στην διαδικασία διαμόρφωσής του, πολλά από όσα επισημάναμε έγιναν δεκτά (ιδίως σε σχέση με το μεταβατικό διάστημα στην Αττική και όχι μόνο), όχι όμως όλα και βέβαια όχι τα παραπάνω κρίσιμα. Επειδή όμως οι πόρτες δεν είναι κλειστ
ές, ευελπιστώ ότι θα καταφέρουμε να πετύχουμε κρίσιμες βε
λτιώσεις.

 

Πώς αντιδρούμε;

 

Κατ’ αρχήν όπως ήδη έχουμε πετυχημένα δράσει μέχρι τώρα. Με προτάσεις, συγκεκριμένες διεκδικήσεις, ήδη αλλάξαμε πολλά από όσα αρχικά υπήρχε σκοπός να νομοθετηθούν και μπορούμε να συνεχίσουμε να το κάνουμε.

 


Αποχή
να κάνουμε; Προσωπικά έχω μια «δυσπεψία» στις αποχές (διαχρονικά). Αλλά για λόγους συμβολικούς η προκήρυξη μίας περιορισμένης αποχής θα μπορούσε να δηλώσει την αντίθεσή μας ιδίως στη νομοθέτηση, σε χρόνο που οι πραγματικές συνθήκες είναι ακόμη ανώριμες.

 

Αλλά η πρόταση για δημοψήφισμα δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Η πάγια θέση μου είναι ότι θεσμικά και σύνθετα νομοθετήματα, με διάφορες διατάξεις, με πολλά θετικά και πολλά αρνητικά δεν μπορούμε να τα θέτουμε σε συλλήβδην κρίση, σαν να επιδεικνύουμε μια κόλλα χαρτί εν είδει παράστασης σε ρωμαϊκή αρένα και να ζητούμε από τους συναδέλφους να πουν ένα ναι ή ένα όχι. Είναι πολιτικά πρωτόγονο και απαξιώνει την όποια σκοπούμενη αντίδραση.

 

Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, που δεν έχει προηγηθεί ενημέρωση των συναδέλφων. Δημοψήφισμα χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και διάλογο είναι ευτελισμός ενός δημοκρατικού μέσου έκφρασης και ως Δικηγορικός Σύλλογος δεν μπορούμε να το υιοθετούμε.

 

Ψυχραιμία, λοιπόν. Με σχέδιο, προτάσεις, τεκμηρίωση, υπόδειξη και θεμελίωση του εναλλακτικού σχεδίου και λελογισμένα μέτρα μαζικότερης κινητοποίησης ανάλογα με την πορεία της διεκδίκησης, μπορούμε να αλλάξουμε πολλά. Και πιστεύω ότι έχουμε «πεδίον δόξης λαμπρόν».