Η νομική κοινότητα
ετοιμάζεται να υποδεχθεί σε λίγο καιρό μια ακόμα τροποποίηση του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας. Η κόπωση που νιώθουν Δικαστές και Δικηγόροι από τις
αλλεπάλληλες αλλαγές του ΚΠολΔ – και όχι μόνον – είναι μεγάλη, καθώς πριν
προλάβει κανείς να εμπεδώσει τις αλλαγές του ενός νομοθετήματος, έρχεται ένα
άλλο, για να φέρει νέες τροποποιήσεις.
Εν πάση περιπτώσει, εδώ
και παραπάνω από ένα χρόνο στο Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει συγκροτηθεί Ομάδα
Εργασίας με την συμμετοχή δικηγόρων και δικαστών με σκοπό την τροποποίηση του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με στόχο την επιτάχυνση της Πολιτικής Δίκης και την
κατά το δυνατόν απλοποίηση των διαδικασιών.
Ο ΔΣΑ και η Ολομέλεια των Προέδρων ως θεσμικοί συνομιλητές της Πολιτείας προσκλήθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και ως είχαν υποχρέωση συμμετείχαν στην Ομάδα Εργασίας που συγκροτήθηκε.
Είχα την τιμή να
συμμετέχω στην Ομάδα Εργασίας μαζί με τον Πρόεδρο του ΔΣΑ και της Ολομέλειας
των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, Δημήτρη Βερβεσό και τον
καθηγητή της Πολιτικής Δικονομίας Σπύρο Τσαντίνη και βέβαια με άλλους καθηγητές
και δικαστές όλων των βαθμών. Το πρώτο στάδιο των εργασιών της Ομάδας Εργασίας
έληξε με τις αλλαγές που είχε εισηγηθεί για την προσαρμογή του ΚΠολΔ στον
ψηφισθέντα Νέο Δικαστικό Χάρτη (με το Ν. 5108/2024) και την ψήφιση του Ν.
5134/2024. Στο δεύτερο στάδιο των εργασιών της, υπήρξε ανταλλαγή απόψεων των
μελών της Ομάδας Εργασίας σε διαδοχικές συνεδριάσεις στα τέλη του 2024 σε σχέση
με τις αλλαγές που κρίνονταν αναγκαίες πάντα με βάση την κατεύθυνση που ήθελε
να θέσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης, που έχει και την νομοθετική πρωτοβουλία. Λίγο
πριν από το Πάσχα το Υπουργείο έδωσε στα μέλη της Ομάδας Εργασίας ένα αρχικό
σχέδιο αλλαγών. Το σχέδιο αυτό δεν είναι τελικό. Δεν περιλαμβάνει το σύνολο των
προς τροποποίηση άρθρων, πάντα βάσει όσων είχαν συζητηθεί στην Ομάδα Εργασίας, ούτε
την τελική διατύπωση των άρθρων που τροποποιούνται βάσει αυτού.
Με το παρόν επιχειρείται
η παρουσίαση των βασικών κατευθύνσεων, στις οποίες κινείται το πρώτο σχέδιο που
έχουμε στα χέρια μας. Δεν αποκλείεται το σχέδιο που θα εκτεθεί σε δημόσια
διαβούλευση το επόμενο διάστημα να είναι διαφορετικό από το πρώτο αυτό σχέδιο. Θα
εκθέσουμε τις αλλαγές κατά κεφάλαια, με την προσπάθεια το κείμενο να μην
περιλαμβάνει προσωπικές τοποθετήσεις, θετικές ή αρνητικές. Τούτο θα γίνεται
μόνο αν κρίνεται αναγκαίο για την καλύτερη κατανόηση των εκτιθέμενων αλλαγών.
Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
Στις γενικές διατάξεις
οι σημαντικότερες αλλαγές εντοπίζονται στα ακόλουθα:
1. Προθεσμία επίδοσης για
όλα τα δικόγραφα: Ενώ
σήμερα προθεσμία επίδοσης προβλέπεται μόνον στην αγωγή στην νέα τακτική
διαδικασία, με το σχέδιο προβλέπεται ότι όλα τα εισαγωγικά δικόγραφα πρέπει
να επιδίδονται εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την κατάθεσή τους. Στο σχέδιο του νέου άρθρου 215 η προθεσμία ορίζεται
20ήμερη (σήμερα η προθεσμία για την επίδοση της αγωγής της νέας τακτικής είναι
30ήμερη). Το βάρος κοινοποίησης εντός
προθεσμίας από την κατάθεση θα αφορά και τα ένδικα μέσα (θα αναφερθούμε
εκτενέστερα σε αυτά κατωτέρω).
2. Η συζήτηση όλων των
υποθέσεων πρέπει να προσδιορίζεται εντός 5-6 μηνών από την κατάθεση του
δικογράφου. Πρόκειται για ρύθμιση
που αφορά όλες τις υποθέσεις. Αυτό θα σημαίνει ότι και στην νέα τακτική με την
κατάθεση του δικογράφου θα παίρνουμε αμέσως δικάσιμο. Η προθεσμία σε περίπτωση
υπόθεσης με υποχρέωση επίδοσης στο εξωτερικό, η δικάσιμος θα πρέπει να
προσδιορίζεται σε μεγαλύτερη προθεσμία (7-8 μηνών).
3. Προτάσεις στην έδρα –
προσθήκη στο 5ήμερο: Επαναφέρεται
στο άρθρο 269 ΚΠολΔ (που κάποια στιγμή καταργήθηκε) που θα προβλέπει ως κανόνα την κατάθεση προτάσεων στην έδρα και
προσθήκη 5 εργάσιμες μέρες μετά την συζήτηση. Γενικώς σε διάφορες επιμέρους ρυθμίσεις (π.χ. στην
έφεση, στην αναίρεση, στην αναψηλάφηση) επιχειρείται να επαναλαμβάνεται ως
μοτίβο ότι – εκτός της περίπτωσης της νέας τακτικής – οπουδήποτε αλλού, η
ρύθμιση είναι ενιαία: Προτάσεις στην έδρα και προσθήκη στο 5ήμερο.
4. Στο σχέδιο του άρθρου 144 ΚΠολΔ προβλέπεται ότι όλες
οι προθεσμίες που προβλέπονται στον Κώδικα είναι «αποκλειστικές και
δεσμευτικές» (εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε ειδική διάταξη). Επιχειρείται
με αυτό τον τρόπο να ενισχυθεί η ρυθμιστική δύναμη της διάταξης ιδίως
όσον αφορά στους δικαστές (γιατί ως προς τους διαδίκους η ρυθμιστική του
δύναμη – με την έκπτωση από το εκάστοτε προβλεπόμενο δικαίωμα – είναι ήδη
αυτονόητη). Πρακτικά, όμως, για να αποκτήσουν πραγματική δεσμευτικότητα οι
υποχρεώσεις που επιρρίπτονται στους δικαστές, επιβάλλεται η θέσπιση κυρώσεων σε
περίπτωση παραβίασής τους, που δεν μπορούν να είναι στον ΚΠολΔ, αλλά σε άλλα θεσμικά
νομοθετήματα. Και τούτο διότι η παραβίαση των προθεσμιών εκ μέρους των δικαστών
δεν μπορεί να έχει ως κύρωση την ακυρότητα των πράξεων που εκδίδονται από
αυτούς ή κάτι παρόμοιο.
5. Προθεσμίες για την έκδοση
αποφάσεων: Στο σχέδιο του νέου
άρθρου 307 προβλέπεται χρονικό όριο για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων: Η
γενική προθεσμία είναι 6 μήνες από την συζήτηση, ενώ η προθεσμία είναι 4 μηνών
στις υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας και 1 μηνός στα ασφαλιστικά μέτρα. Αν ο
δικαστής βλέπει ότι λόγω δυσκολίας του αντικειμένου δεν πρόκειται να τηρήσει
την προθεσμία, πρέπει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας προ της λήξης του γενικού
χρονικού ορίου (1 μήνα γενικά και 10 μέρες στην περίπτωση των ασφαλιστικών
μέτρων) να ειδοποιήσει τον προϊστάμενο
του δικαστηρίου και αυτός (ο προϊστάμενος) οφείλει να ειδοποιήσει διαδίκους και
Άρειο Πάγο για την καθυστέρηση. Αν ασκηθεί αυτή η ευχέρεια, τότε ο δικαστής
οφείλει να εκδώσει την απόφαση εντός 2 μηνών από την λήξη της αρχικής
προθεσμίας.
6. Και να πούμε για ένα άρθρο που λείπει: Το άρθρο
227 ΚΠολΔ για την συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων. Είναι πάγιο αίτημα των
δικηγόρων οι σημερινές ασάφειες της διάταξης, που π.χ. επιτρέπουν να μην
θεωρείται τυπική έλλειψη η μη προσκόμιση του δικαστικού ενσήμου, να αρθούν και
η διάταξη αυτή να επιβάλλει στο δικαστή την ενημέρωση των διαδίκων για την
συμπλήρωση σε όλες τις περιπτώσεις μη προσκόμισης στοιχείου που δεν έχει να
κάνει με την ουσία της υπόθεσης.
Στο σχέδιο απουσιάζει
τροποποίηση του άρθρου 227, παρά τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τις εργασίες της
ομάδας εργασίας. Οι όποιες τροποποιήσεις επιχειρούνται αποκλειστικά στο πλαίσιο
του άρθρου 237. Ούτε όμως όσα γράφονται στο 237 είναι επαρκή, ούτε – βέβαια –
καλύπτουν τις υπόλοιπες διαδικασίες.
Για αυτό και επιβάλλεται
και η ενίσχυση αυτοτελώς του άρθρου 227.
7. Κατά το σχέδιο νέου άρθρου 397 ΚΠολΔ, «Η
εξέταση των μαρτύρων μπορεί να γίνει και με τηλεδιάσκεψη». Πρόκειται για δυνατότητα εξέτασης μαρτύρων με τηλεδιάσκεψη χωρίς καμία προϋπόθεση,
αλλά κατά την απόλυτη κρίση του δικαστηρίου.
8. Προβλέπονται περιορισμοί στην
παρέκταση τοπικής αρμοδιότητας: Κατά το σχέδιο του νέου άρθρου 47 ΚΠολΔ:
«Επί συνδρομής της δωσιδικίας του υποκαταστήματος δεν επιτρέπεται η
συνομολόγηση, ακόμη και εγγράφως, ρήτρας αποκλειστικής παρέκτασης υπέρ των
δικαστηρίων της κύριας έδρας του υπαγόμενου σ’ αυτήν προσώπου, εφόσον είναι
προγενέστερη της γένεσης της διαφοράς». Τούτο θα έχει ως συνέπεια τον
περιορισμό των συμβατικών ρητρών που υπάγουν τις διαφορές πριν αυτές γεννηθούν στα
δικαστήρια της έδρας των συμβαλλομένων και βασικά στα δικαστήρια της Αθήνας.
Β. («ΝΕΑ») ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Θα επιχειρήσουμε να
περιγράψουμε τις αλλαγές όσο πιο επιγραμματικά γίνεται, παραθέτοντας το
τροποποιημένο μοντέλο της νέας τακτικής:
1. Κατά βάση μένει το μοντέλο ως
προς την κατάθεση των προτάσεων: Αντί των 30 (προθεσμία επίδοσης) + 90 (προθεσμία
κατάθεσης προτάσεων από την λήξη της προθεσμίας επίδοσης) + 15 (προθεσμία για
προσθήκη-αντίκρουση), έχουμε 20 + 90 + 15. Πρακτικά, η βασική προθεσμία αντί
120 ημερών γίνεται 110, πάντα με βάση το προσχέδιο των τροποποιήσεων.
2. ΑΛΛΑ έχουμε άμεσα δικάσιμο με
τον προσδιορισμό (όπως είπαμε και νωρίτερα στο πλαίσιο του άρθρου 215 ΚΠολΔ)
και δη κατά βάση σε 5-6 μήνες από την κατάθεση (ή 8-9 αν έχουμε
εναγόμενο αλλοδαπής).
3. ΒΑΣΙΚΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ: Η «Διάταξη» του άρθρου 237 παρ. 3:
Μετά το κλείσιμο και της προσθήκης μέσα
σε 10 μέρες η υπόθεση χρεώνεται (κατά το σχέδιο) σε δικαστή ή
εισηγητή (επί Πολυμελούς) και μόλις χρεώνεται στις επόμενες 30 μέρες ο
Δικαστής έχει την αρμοδιότητα να εκδώσει την «Διάταξη».
Με την Διάταξη
·
που δεν θα είναι αιτιολογημένη
·
θα μπορεί
i.
να ζητηθεί η συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων
(συμπεριλαμβανομένης και της καταβολής του δικαστικού ενσήμου),
ii.
η απόρριψη της αγωγής αν αυτή είναι απαράδεκτη
ή και προφανώς νόμω αβάσιμη.
iii.
Με το ίδιο μέσο θα διατάσσεται κατ’ αρχήν η εξέταση
μαρτύρων και η διενέργεια αυτοψίας/πραγματογνωμοσύνης,
iv.
καθώς και η ένωση ή συνεκδίκαση
περισσοτέρων δικών, ο χωρισμός, η αναβολή ή αναστολή της δίκης
κατά τα άρθρα 246-250 ΚΠολΔ.
v.
Με την διάταξη αυτή, θα μπορεί πέραν της συμπλήρωσης
τυπικών ελλείψεων να ζητείται και η συμπλήρωση της πραγματικής αοριστίας με
προσθήκη μέχρι την συζήτηση.
·
Η Διάταξη που θα απορρίπτει την αγωγή δεν θα είναι
δεκτική προσβολής με ένδικα μέσα. Αν κάποιος θέλει να δικάσει – χωρίς να
συμμορφωθεί με την Διάταξη – θα μπορεί να επιμείνει στην συζήτηση, αλλά στην
περίπτωση προβλέπεται το «penalty» της καταδίκης τους σε
διπλάσια δικαστικά έξοδα.
·
Διευκρινίζεται ότι ο Δικαστής που θα εκδίδει την Διάταξη
θα είναι ο ίδιος που θα δικάσει την υπόθεση
·
Η διάταξη αυτή «απορροφά» κατά το σχέδιο την διάταξη που
σήμερα προβλέπεται στο σημερινό άρθρο 237 παρ. 8 ΚΠολΔ.
·
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ – ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΑ
ΣΗΜΕΙΑ:
Ενώ η πρόβλεψη μιας διαδικασίας «προκαταρκτικής εξέτασης» της υπόθεσης απαντάται
ήδη σε άλλες δικονομίες ή και στο άρθρο 571 ΚΠολΔ στον Άρειο Πάγο, υπάρχουν
αρκετά σημεία που δημιουργούν προβληματισμό:
i.
Μπορεί να αποτελεί το «νόμω αβάσιμο» λόγο πρόωρης
απόρριψης;
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η απόρριψη συνδέεται με ζητήματα παραδεκτού.
Μπορεί ένα ζήτημα ουσίας να αποτελέσει αντικείμενο της Διάταξης;
ii.
Είναι πρακτικό και εφαρμόσιμο η αναβολή με τα άρθρα 249-250
ΚΠολΔ να αποφασίζεται με «Διάταξη»; Πόσον καιρό μπορεί να παραμένει η ίδια
υπόθεση χρεωμένη στον ίδιο δικαστή;
iii.
Υπάρχει επίσης μια σημαντική έλλειψη, που οφείλουμε να
υπογραμμίσουμε: Αν το Δικαστήριο μπορεί να καθοδηγεί τον ενάγοντα να συμπληρώσει
την ποσοτική αοριστία της αγωγής του, θα πρέπει και ο εναγόμενος να
μπορεί να ανταπαντήσει με μια προσθήκη-αντίκρουση. Τέτοιο όμως δικονομικό
μέσο δεν προβλέπεται στο αρχικό σχέδιο του Ν/Σ.
iv.
Όσα αποτελούν περιεχόμενο της Διάταξης μπορούν να
αποτελέσουν περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης; Το σημερινό σχέδιο φαίνεται
ότι φαντάζεται κάτι τέτοιο μόνον κατ’ εξαίρεση. Είναι όμως κάτι τέτοιο
ρεαλιστικό, όσο και αν θέλουμε τα ζητήματα αυτά να ξεκαθαρίζουν νωρίς.
v.
Παρατηρούνται πρακτικά προβλήματα όταν θα
διατάσσεται ιδίως πραγματογνωμοσύνη με Διάταξη εν όψει του ότι σε 1 μήνα
περίπου θα έχουμε την (τυπική) συζήτηση. Θα έχουμε την τυπική συζήτηση και μετά
από αυτή θα έχουμε την ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης και την επ’ αυτής
αντίκρουση; Δηλ. μετά την συζήτηση της αγωγής; Και το 6μηνο για την έκδοση της
απόφασης από πότε θα μετρά;
·
Γενικώς, το νέο σύστημα έχει την εξής ιδιορρυθμία:
Αν πράγματι η δικάσιμος της τυπικής συζήτησης είναι στους 5-6 μήνες από την
κατάθεση της αγωγής, έχουμε το εξής παράδοξο:
i.
Ένα σύντομο σταθερό
σημείο αναφοράς (την τυπική συζήτηση της υπόθεσης),
ii.
αλλά τα ενδιάμεσα στάδια είναι εν πολλοίς κινητά:
-
οι προτάσεις μπορεί να κατατεθούν μετά τους 4 μήνες λόγω της ΥΑΣ (ακόμη και 1
μήνα μετά)
-
η Διάταξη μπορεί να ζητήσει συμπληρώσεις ή πραγματογνωμοσύνη κλπ. που θα μας
οδηγήσουν να λέμε ότι δεν θα προλαβαίνουμε να δικάσουμε.
Γ. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
1. Αλλαγή ορίου αρμοδιότητας Μονομελούς Εφετείου σε σχέση με Πολυμελές
Πρωτοδικείο: Με τον πρόσφατο Ν. 5134/2024 (μετά το ΝΔΧ) έχουμε πια πρωτόδικες
αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου που εφεσιβάλλονται ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου και άλλες που εφεσιβάλλονται ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου. Το
σημερινό όριο προβλέπεται στις 30.000,00€. Αυτό γίνεται σε 80.000,00€. Πρόκειται
για μια αύξηση της ύλης του Πρωτοδικείου και αντίστοιχα μείωση της ύλης του
Εφετείου που δεν δικαιολογείται βάσει των πραγματικών αναγκών του α΄ και β΄
βαθμού.
2. Καταργείται εντελώς η δυνατότητα αναβολής στον β΄ βαθμό δικαιοδοσίας σύμφωνα με το σχέδιο του νέου
άρθρου 241 ΚΠολΔ. Έτσι ως έχει η διάταξη, αναβολή στο δεύτερο βαθμό δεν θα
είναι δυνατή, ούτε καν σε περίπτωση ανωτέρας βίας, παρ’ ότι έχουμε διατήρηση
της κατ’ αρχήν υποχρέωσης φυσικής παρουσίας.
3. Τρόπος άσκησης των ενδίκων μέσων: Η άσκηση έφεσης, ανακοπής
ερημοδικίας, αναψηλάφησης και αναίρεση θα γίνεται πια με κατάθεση στο δικαστήριο του ενδίκου μέσου με ταυτόχρονο
προσδιορισμό δικασίμου (με εξαίρεση την αναίρεση, στην οποία
διατηρείται ο ετεροχρονισμένος προσδιορισμός). Άρα, πλέον τα δικόγραφα θα τα
καταθέτουμε στο δικαστήριο του ενδίκου μέσου και – με εξαίρεση την αναίρεση –
θα παίρνουμε άμεσα δικάσιμο και θα πρέπει να επιδώσουμε το ένδικο μέσο εντός 20
ημερών – κατά το προσχέδιο – από την άσκησή του.
4. Αλλάζει το μοντέλο άσκησης αντέφεσης, αλλά και των πρόσθετων λόγων των
ενδίκων μέσων της έφεσης, της ανακοπής ερημοδικίας και της αναψηλάφησης αλλάζει
η λογική:
Αντί οι σχετικές προθεσμίες να υπολογίζονται με βάση την δικάσιμο (κάποιες
μέρες πριν από αυτή), όπως είναι σήμερα, θα υπολογίζονται με αναφορά τη λήξη
της προθεσμίας επίδοσης του ενδίκου μέσου. Βάσει του σχεδίου η προθεσμία αυτή
είναι 30 ημερών.
5. Η καταχρηστική προθεσμία ενδίκων μέσων γίνεται ενός (1) έτους από την δημοσίευση της απόφασης γίνεται 1 έτους αντί
των 2 ετών που προβλέπεται σήμερα.
6. Στην αναιρετική δίκη επαναφέρεται η εισήγηση. Με τον
προσδιορισμό της αναίρεσης θα ορίζεται εισηγητής, η δε εισήγηση κινείται στα
παλιά πρότυπα.
7. Στο σχέδιο του νέου άρθρου 566
ΚΠολΔ προστίθεται ρύθμιση αναφορικά με τον μέγιστο αριθμό σελίδων στην αναίρεση, σε λοιπά εισαγωγικά δικόγραφα και στις
προτάσεις/υπομνήματα ενώπιον του Αρείου Πάγου. Παρ’ ότι για το θέμα
έχει υπάρξει η απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας και προ ημερών η δημοσίευση
του Νέου Κανονισμού του Αρείου Πάγου, προστέθηκε και στο Σχέδιο σχετική
ρύθμιση. Αυτή αφορά μόνο τον αριθμό σελίδων και όχι τις αγορεύσεις. Πιθανόν
επειδή στην Διοικητική Ολομέλεια υπήρξε μειοψηφία που έλεγε ότι οι σχετικοί
περιορισμοί πρέπει να περιέχονται στον ΚΠολΔ, πιθανόν με την ρύθμιση
επιχειρείται να προστατευθεί ο περιορισμός από όλες τις πλευρές.
8. Όχι το άρθρο 260 παρ. 2 στα ένδικα μέσα: Μετά το Ν. 4842/2021 όταν
ματαιώνεται η συζήτηση και δεν προσδιορίζεται εντός 90 ημερών, η σχετική δίκη
καταργείται. Υπήρξαν πρόσφατα κάποιες αποφάσεις που έκριναν – αντίθετα προς την
κρατούσα γνώμη - ότι η σχετική διάταξη
ισχύει και σε δίκες ενδίκων μέσων. Με επιμέρους ρυθμίσεις επιχειρείται αυτό να
ξεκαθαρίσει ότι δεν ισχύει και ότι το άρθρο 260 παρ. 2 ΚΠολΔ δεν ισχύει παρά
μόνον στον α΄ βαθμό.
9. Πληρεξουσιότητα στην αναιρετική δίκη όχι μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο
για τα φυσικά πρόσωπα: Στο σχέδιο του νέου άρθρου 568 προβλέπεται όταν έχουμε
να κάνουμε με διάδικο φυσικό πρόσωπο, η πληρεξουσιότητα μπορεί να παρέχεται όχι
μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά και με «ψηφιακή εξουσιοδότηση», η οποία εκδίδεται μέσω της
ενιαίας ψηφιακής πύλης της δημόσιας διοίκησης (gov.gr) και αποστέλλεται
ηλεκτρονικά στο Δικαστήριο.
Δ. ΟΙ ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Στο σχέδιο του Ν/Σ
προβλέπεται η μεταφορά της αρμοδιότητας αυτής στους δικηγόρους κατά τα
πρότυπα του Ν. 5095/2024. Η μόνη παρέμβαση από δικαστή σύμφωνα με το
Σχέδιο είναι η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου.
Ωστόσο, μελετάται από
το Υπουργείο η περίπτωση να εφαρμοστεί το μοντέλο των σωματείων: Ο
δικηγόρος να ετοιμάζει το σχέδιο της διαταγής και να την υπογράφει – προφανώς
μετά από έλεγχο – ο δικαστής.
Ε. ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
1. Κατά το σχέδιο του νέου Αρμόδιος
για την δημοσίευση των διαθηκών είναι ο Συμβολαιογράφος (ΚΠολΔ 807) με
σύστημα που διαχειρίζονται οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι. Εμμέσως προκύπτει ότι
ακόμη και οι ιδιόγραφες διαθήκες πρέπει να φυλάσσονται (ακόμη και μετά
το θάνατο του προσώπου) και να δημοσιεύονται από αυτόν. Η πρόβλεψη αυτή είναι
συνάρτηση των αποφάσεων που θα ληφθούν στο πλαίσιο της αναθεώρησης του
Κληρονομικού Δικαίου, που είναι κι αυτή σε εξέλιξη.
2. Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων: Με το 269 ΚΠολΔ που επαναφέρεται λύνεται το πρόβλημα
που είχε δημιουργηθεί, καθώς το άρθρο 741 ΚΠολΔ παρέπεμπε ως προς την κατάθεση
προτάσεων και προσθήκης στο παλιό άρθρο 269 ΚΠολΔ, το οποίο όμως στο μεταξύ
είχε καταργηθεί.
3. Στο σχέδιο της νέας παρ. 5
του άρθρου 740 ΚΠολΔ: Έχουμε ρητή πρόβλεψη του ενδίκου βοηθήματος της
ανακοπής κατά διάταξης που εκδίδεται από τον Δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου ως αυτοτελούς δικαιοδοτικού οργάνου. Αυτή η διαταγή δεν είναι
ακριβώς νέο.
a. Ήδη από το 2013 με τις τότε
αλλαγές του ΚΠολΔ είχαν εισαχθεί περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν είχαμε έκδοση
απόφασης από το Δικαστήριο, αλλά διαταγής από Δικαστή ως αυτοτελούς
δικαιοδοτικού οργάνου.
b. Με τον Ν. 5134/2024 επιχειρήθηκε
ορολογική διάκριση, ώστε όταν πια αναφέρεται «Δικαστής του Μονομελούς
Πρωτοδικείου», να νοείται ο δικαστής ως αυτοτελές δικαιοδοτικό όργανο, ο οποίος
δεν εκδίδει απόφαση, αλλά διαταγή.
4. Επιπρόσθετα, με το σχέδιο διευρύνονται
κατά 3 οι περιπτώσεις που έχουμε την έκδοση διαταγής και προβλέπεται
και το ένδικο μέσο της ανακοπής κατά των διαταγών αυτών ενώπιον του
Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα:
a. Διορισμός και αντικατάσταση πραγματογνώμονα,
όταν τούτο απαιτείται εκ του νόμου (794 ΚΠολΔ)
b. Κατά την αποσφράγιση πραγμάτων
διατάσσεται κάθε πρόσφορο μέτρο (άρθρο 835 παρ. 3)
c. Με αυτό διατάσσεται η
απογραφή πραγμάτων κατά το άρθρο 838 ΚΠολΔ
5. Σε σχέση με το ποιοι
είναι διάδικοι το σχέδιο του νέου άρθρου 748 παρ. 3 προβλέπει
ότι διάδικοι δεν είναι μόνο τα πρόσωπα που κλητεύονται καθ’ υπόδειξη του
δικαστή, αλλά και τα πρόσωπα που ο νόμος προβλέπει την κοινοποίηση σε αυτά της
αίτησης. Αυτά τα πρόσωπα καθίστανται διάδικοι ακόμη και χωρίς την άσκηση
παρέμβασης.
6. Όσον αφορά στα πρόσωπα που
νομιμοποιούνται ενεργητικά κατά την άσκηση ενδίκων μέσων με το σχέδιο των
νέων διατάξεων προβλέπεται ότι συμπεριλαμβάνονται τα πρόσωπα κατά των οποίων
εστράφη η αίτηση επειδή τούτο προβλέπεται από το Νόμο και τα πρόσωπα που
κλητεύθηκαν είτε κατά διαταγή του Δικαστή ή κατ’ επιταγή του Νόμου.
ΣΤ. Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Δύο (2) οι βασικές αλλαγές
του κρίσιμου σχεδίου:
1. Όσον αφορά στην ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ: Επιχειρείται
ο περιορισμός των λόγων ανακοπής που μπορούν να προβληθούν, ώστε όταν
τίτλος εκτελεστός είναι διαταγή πληρωμής να μην μπορούν να προβληθούν λόγοι
ανακοπής που είχαν προβληθεί ή μπορούσαν να προβληθούν με ανακοπή του άρθρου
632 ΚΠολΔ.
Για να επιτευχθεί αυτό – που κατά την συνεδρίαση της
Ομάδας Εργασίας δηλώθηκε και από τον Υφυπουργό ότι αυτός είναι ο σκοπός της
τροποποίησης – προβλέπεται στο σχέδιο ότι όταν τίτλος εκτελεστός
είναι Διαταγή Πληρωμής, δεν θα μπορεί να προβληθεί λόγος ανακοπής που αφορά την
απαίτηση.
Με την διατύπωση αυτή, όμως, στις ανακοπές του άρθρου 933
ΚΠολΔ δεν θα μπορούμε να προβάλλουμε λόγους που αφορούν είτε περιστατικά που
αφορούν την απαίτηση και προέκυψαν μετά την έκδοση της ΔΠ (εξόφληση,
συμψηφισμός κ.ά), ή εν γένει αφορούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος που κατά
πάγια νομολογία ανάγεται στην απαίτηση.
Εκτιμάται ότι θα υπάρξει βελτιωμένη διατύπωση. Αλλά ακόμη
και αν υπάρξει μια διατύπωση που περιορίζει την απαγόρευση στους λόγους
ανακοπής που είχαν προβληθεί ή μπορούσαν να προβληθούν με ανακοπή του άρθρου
632 ΚΠολΔ, θα συνεχίζει να υπάρχει έλλειμα δικαστικής προστασίας
στις περιπτώσεις που η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής δεν έχει προλάβει να
κριθεί και δη τελεσίδικα.
2. Κατάργηση τοπικής αρμοδιότητας των υπαλλήλων του πλειστηριασμού: Έχει διαπιστωθεί στην πράξη
ότι υπάρχει δυσκολία εύρεσης διαθέσιμων και πιστοποιημένων συμβολαιογράφων ως
υπαλλήλων (ηλεκτρονικών) πλειστηριασμών.
Ήδη με τον Ν. 5134/2024 (η τελευταία τροποποίηση του
ΚΠολΔ μετά τον ΝΔΧ) υπήρξε μια διατύπωση που διευκόλυνε τον ορισμό
συμβολαιογράφου και όμορης περιφέρειας.
Μέσα σε 6 μήνες από την θέση σε ισχύ του Ν. 5134/2024
ούτε αυτό θεωρείται επαρκές και οδηγούμαστε στην πλήρη κατάργηση της έδρας
του συμβολαιογράφου ως κριτηρίου της αρμοδιότητάς του να οριστεί υπάλληλος
του πλειστηριασμού.
Είναι σαφές ότι αυτό είναι προβληματικό ιδίως εν όψει της
ουσιαστικής αποστέρησης της δυνατότητας του καθ’ ου η εκτέλεση να ελέγξει
τον φάκελο του πλειστηριασμού στο χρονικό σημείο που επιθυμεί, αλλά και
πολλών άλλων πρακτικών προβλημάτων που γεννά η διάσταση του τόπου της εκτέλεσης
και έδρας του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (όπως επιδόσεις σε ασφυκτικές
προθεσμίες, αν χρειαστεί να γίνει κάποια δικαστική ενέργεια) δεδομένου ότι η
διαδικασία δεν είναι πλήρως ηλεκτρονική και πιθανόν να μην μπορεί να γίνει ποτέ
καθ’ ολοκληρίαν ηλεκτρονική.
3. Επαναφέρεται (και μάλιστα ως
είχε παλιά) το άρθρο 998 ΚΠολΔ, δηλαδή δυνατότητα να πωληθεί ελεύθερα το ακίνητο με
άδεια δικαστηρίου και με ελάχιστο τίμημα που ορίζεται από αυτό το αργότερο 10
μέρες πριν από τον πλειστηριασμό. Πρόκειται για άρθρο που συνεχώς έρχεται και
φεύγει.
Ζ. ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΑΝΑΚΟΠΩΝ ΑΡΘΡΟΥ 933 ΚΠολΔ
Το πρόβλημα είναι
γνωστό: Αυτή
την στιγμή στο Πρωτοδικείο Αθηνών παίρνουμε δικάσιμο για ανακοπή του άρθρου 933
ΚΠολΔ για τα μέσα του 2035. Δεν χρειάζεται να αναλύσει κανείς για ποιο λόγο
αυτό αποτελεί μια μη ανεκτή κατάσταση και δη για κανέναν.
Ωστόσο, το Υπουργείο
προκρίνει μια λύση στα πρότυπα του επαναπροσδιορισμού των αιτήσεων του Ν.
3869/2010 με την διαφορά ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με πιο
δραματικές περιπτώσεις: Με περιπτώσεις απώλειας της περιουσίας του οφειλέτη και
την τελευταία προσπάθειά τους να την σώσει.
Ας δούμε την ρύθμιση σε
τίτλους:
1. Η ρύθμιση αφορά ανακοπές σε
όλη την Ελλάδα[1] που
έχουν προσδιορισθεί μετά την 1.1.2026 (θα δούμε αν αυτό θα είναι η
τελική ημερομηνία). Δεν ενδιαφέρει αν η προσδιορισμένη μετά την 1.1.2026
υπόθεση είναι πρωτοείσακτη ή εξ αναβολής.
2. ΟΛΕΣ
οι υποθέσεις αυτές επιβάλλεται να επαναπροσδιορισθούν όπως λέει ο νόμος, αλλιώς
οι ανακοπές λογίζονται ως ουδέποτε ασκηθείσες. Το πλαίσιο είναι υποχρεωτικό
και δεν είναι σε εκούσια βάση.
3. Η διαδικασία γίνεται μέσω
ειδικής πλατφόρμας.
4. Η διαδικασία
επαναπροσδιορισμού πρέπει να τηρηθεί «κατά κύματα» με βάση το χρόνο
κατάθεσης του δικογράφου. Προβλέπονται 7 περίοδοι με αντίστοιχες προθεσμίες για
την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού.
5. Επιδόσεις προς «θεσμικούς
διαδίκους» (Δημόσιο, ΕΦΚΑ, Τράπεζες, Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων) γίνονται
μόνον με e-mail. Βεβαίως θα είναι δυνατές οι
επιδόσεις και με τον παραδοσιακό τρόπο.
6. Η αίτηση επαναπροσδιορισμού
πρέπει να κοινοποιηθεί – καθ’ ον τρόπο ο νόμος ορίζει – μέσα σε 30 μέρες.
Αλλιώς η αίτηση θεωρείται ως μη υποβληθείσα (και άρα η ανακοπή ως μη ασκηθείσα)
7. Προτάσεις και αποδεικτικά
μέσα υποβάλλονται
μέσα σε προθεσμία 90 ημερών από την λήξη της προθεσμίας κοινοποίησης
(άρα 30 + 90). Κατ’ αρχήν αυτό γίνεται με φυσικό τρόπο (εκτός όπου υπάρχει
ΟΣΔΥΥ-ΠΠ).
8. Προσθήκη σε 15 μέρες από την λήξη της προθεσμίας
των προτάσεων.
9. Σε άλλες 15 ημέρες ορίζεται δικαστής. Εντός
των επόμενων 30 ημερών ορίζεται η δικάσιμος. Πάλι με τα γνωστά «logistics».
10. Τυπική η συζήτηση. Δεν χωρεί
αναβολή με το άρθρο 241 ΚΠολΔ. Δεν εξετάζονται μάρτυρες. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι
χρειάζεται μάρτυρες, θα βγάλει σχετική διάταξη.
11. Έκδοση απόφασης εντός 2
μηνών.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
i.
Δεν προβλέπεται οργανωμένη και κεντρικά κατευθυνόμενη
και εξατομικευμένη ενημέρωσης των διαδίκων και δη του ανακόπτοντος για την
ανάγκη επαναπροσδιορισμού εκκρεμούς ανακοπής του.
ii.
Δεν γίνεται οίκοθεν επαναπρoσδιορισμός όπως είχε γίνει επί Covid-19, αλλά μόνον με
πρωτοβουλία των ανακοπτόντων. Θα μπορούσε να γίνει αυτό με κλήση από το
δικαστήριο.
iii.
Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία επαναπροσδιορισμού θα
μπορούσε να γίνει σε εκούσια βάση. Είναι βέβαιο ότι όλοι όσοι πράγματι
βιάζονται να τελειώνουν με τις εκκρεμείς ανακοπές στις οποίες εμπλέκονται, θα
σπεύσουν να το κάνουν.
iv.
Και βέβαια, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ενώ οι
ανακόπτοντες ξεκίνησαν να δικάσουν με Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών – και
ανάλογα διαμόρφωσαν και λόγους ανακοπής τους, θα καταλήξουν να δικάσουν με νέα
τακτική (και μάλιστα με εντελώς αυστηρές προθεσμίες). Μοιάζει σαν να
τιμωρούνται οι διάδικοι και δη οι ανακόπτοντες για ένα πρόβλημα που προκλήθηκε
από την αδυναμία της Πολιτείας να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της.
Θ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Κλείνοντας, είδαμε επί
τροχάδην και σε πολύ αδρές γραμμές τις βασικές αλλαγές που επίκεινται βάσει του
προσχεδίου που έχει επεξεργαστεί το Υπουργείο.
Έχουμε ήδη επισημάνει ότι
οι αλλαγές αυτές δεν είναι οριστικές κατά το περιεχόμενο των υπό εξέταση
διατάξεων, ενώ υπάρχουν κι άλλες διατάξεις που πιθανόν να τροποποιηθούν μέχρι
το τέλος της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας.
Κατά τις δημόσιες
τοποθετήσεις του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, σκοπός του Υπουργείου είναι οι
τροποποιήσεις να ψηφιστούν μέχρι το τέλος Ιουλίου 2025, ώστε οι νέες ρυθμίσεις
να τεθούν σε ισχύ από 16.9.2025. Είναι σαφές ότι ο χρόνος που μεσολαβήσει
μεταξύ της ψήφισης και της θέσης σε ισχύ είναι ελάχιστος και δεν επιτρέπει, η
νομική κοινότητα (δικαστές, δικηγόροι, δικαστικοί επιμελητές, γραμματείς) να
κατανοήσει τις αλλαγές και να μπορέσει με ασφάλεια να τις εφαρμόσει στην πράξη.
Εξάλλου, υπάρχουν και
άλλα τεχνικά προβλήματα. Η μεταφορά της αρμοδιότητας αναφορικά με την έκδοση
διαταγών πληρωμής στους δικηγόρους προϋποθέτει την έκδοση εκτελεστικών
υπουργικών αποφάσεων, αλλά και επιμορφωτικά σεμινάρια, που χρειάζονται χρόνο,
για να πραγματοποιηθούν με τρόπο αποτελεσματικό και αξιόπιστο.
Επί της ουσίας των
ρυθμίσεων, είναι βέβαιο ότι κάποιες από τις αλλαγές κινούνται στην σωστή
κατεύθυνση (π.χ. η ενοποίηση προθεσμιών), ενώ άλλες δημιουργούν μικρότερα ή
μεγαλύτερα προβλήματα.
Το βέβαιο είναι ότι για
να έχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα η νέα αναστάτωση που περιμένει όλους μας – με
την αλλαγή σε σύντομο διάστημα ακόμη μια φορά των δικονομικών κανόνων – πρέπει:
·
Να διορθωθούν τα ζητήματα που έχουμε επισημάνει ως
προβληματικά.
·
Να ολοκληρωθούν υποδομές και κυρίως ηλεκτρονικές, αλλιώς
η Γραμματεία των δικαστηρίων δεν θα μπορέσει να αντέξει το φόρτο
·
Να αποδειχθούν αποτελεσματικές οι ιδιαίτερες υποχρεώσεις
που το σχέδιο προβλέπει για τους δικαστές
·
Και βέβαια, οι πραγματικές βάσεις στις οποίες στηρίζεται
το οικοδόμημα των νέων ρυθμίσεων να ανταποκρίνονται σε ρεαλιστικά δεδομένα (να
μπορεί δηλαδή πράγματι ιδίως το πρωτοδικείο Αθηνών να δικάσει τους χρόνους που
ο νόμος θέτει και τις νέες υποθέσεις και τις επαναπροσδιοριζόμενες
ανακοπές).
Αλλιώς, θα καταλήξουμε να
έχουμε απλά μία ακόμη τροποποίηση, που πέρα από τις όποιες σημειακές
βελτιώσεις, θα προκαλέσει μεγαλύτερη αναστάτωση από τα προβλήματα που πιθανόν
να δημιουργήσει.